vómito - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vómito - translation to ρωσικά

EXPULSÃO FORÇADA DO CONTEÚDO GÁSTRICO POR VIA ORAL
Vómito; Vomitar; Emético; Êmese; Vómitos; Vômitos; Émese; Emese
  • Tacuinum Sanitatis]], século XIV
  • Gravura do século XVII.
  • nl}} representando um homem a vomitar assistido por um escravo.

vómito         
рвота
febre amarela         
DOENÇA VIRAL
Febre Amarela; Febre-amarela; Vírus amarílico; Vómito negro; Peste amarela
желтая лихорадка, тропическая лихорадка
febre amarela         
DOENÇA VIRAL
Febre Amarela; Febre-amarela; Vírus amarílico; Vómito negro; Peste amarela
(мед.) желтая лихорадка, тропическая лихорадка

Ορισμός

Vómito
m.
Acto ou effeito de vomitar.
O vomitado.
(Lat. "vomitus")

Βικιπαίδεια

Vômito

Vómito, émese (português europeu) ou vômito, êmese (português brasileiro) é a expulsão ativa do conteúdo gástrico pela boca. O vómito é ao mesmo tempo um sinal e um sintoma bastante desagradável que pode assustar muito a pessoa atingida. Pode ocorrer nas doenças do labirinto, nas intoxicações, nas obstruções intestinais e como resposta do organismo a dores muito intensas.